- μυστάλμης
- μυστάλμης, ὁ (Α)αυτός που ζει ευτελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μυστ-ιλ-ῶμαι «βουτώ ψωμί σε ζωμό και τρώω» (< μυστ-ίλη* «τεμάχιο άρτου») + ἅλμη «θαλασσινό, αλμυρό νερό». Ο Ευστάθιος γράφει στα σχόλια στην Οδύσσεια τού Ομήρου «μυστάλμηνἐκ τοῦ μυστιλᾶσθαι ἅλμην, ἐκ τῶν εὐτελεστάτων ζῶν»].
Dictionary of Greek. 2013.